όμπυο

όμπυο
όμπυο, το και έμπυο, το
πύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όμπυο — το βλ. έμπυος …   Dictionary of Greek

  • έμπυος — α ο (AM ἔμπυος, ον) 1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος («έμπυον τραύμα») 2. αυτός που προκαλεί πύον 3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο το πύον …   Dictionary of Greek

  • έμπυο — έμπυο, το και όμπυο, το το πύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πύο — το υγρό υποκίτρινο, παχύρρευστο που σχηματίζεται σε περιοχές φλεγμονής, έμπυο, όμπυο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”